Καλημέρα. Δούλευες σχεδόν όλο το βράδυ στον υπολογιστή. Κοιμήθηκες ελάχιστα. Δεν σε λες και κεφάτο. Το κεφάλι σου. Τρως βιαστικά στα όρθια -αν φας. Βιάζεσαι. Αν δουλεύεις έξω, φεύγεις. Το πολύ- πολύ να έχεις ξυριστεί. «Τα δόντια σου!». Ασήμαντο. Η πόρτα έχει κλείσει πίσω σου ήδη. Αν δουλεύεις από το σπίτι, την αράζεις στον καναπέ ή τη γωνιά σου και συνεχίζεις απ’ όπου σταμάτησες. «Θα δουλέψω λίγο». Και δουλειά να μην έχεις, σου έχει γίνει συνήθεια. «Έτσι χαλαρώνω, έχεις πρόβλημα;», λες, και σερφάρεις από δω κι από κει, σε ο,τι πέσει πρώτο το μάτι σου. Ενδιαφέρον κι αυτό, ενδιαφέρον κι εκείνο, ίσως να χρειαστώ αυτό, ας αποθηκεύσω το άλλο. Ξεχνάς τι έχεις αποθηκεύσει και πού. Είσαι ο σκουπιδιάρης του διαδικτύου. «Κι αν το χρειαστώ;». Ανάθεμά με αν ξέρεις πού να το ψάξεις.
Το κινητό σου δεν κλείνει. Είσαι πάντα online. Τσεκάρεις συνέχεια, τα νέα, τον καιρό, τα likes. «Πέθανε ο τάδε», «καταιγιστικές οι εξελίξεις στο μέτωπο…». Κι όμως, οι φίλοι σου έχουν να σε δουν από τότε που… «Να τα πούμε», λες στο τηλέφωνο. Κι αυτή είναι η τελευταία φορά που τα λέτε.
Μιλάς ελάχιστα. Δεν προσέχεις τίποτα. «Δεν θυμάμαι. Πότε το είπαμε αυτό;». Βλέπεις, χωρίς να κοιτάς. Ακούς, χωρίς να προσέχεις. Το βλέμμα σου διαπερνά τα πάντα γύρω, σαν να μην υπάρχουν. «Θα φάμε;», σε ρωτούν. «Τώρα». Να τελειώσεις κάτι που κάνεις. Σηκώνεσαι αργά, έχεις πιαστεί. Έχεις να κάνεις γυμναστική από τότε που στον πρωινό καφέ ήταν γυμνάστρια η Σούζαν Άσμπυ. Τσιμπολογάς βιαστικά από το πιάτο σου, μιλώντας, για τι άλλο;, για αυτό πάνω στο οποίο δουλεύεις, για τις δυσκολίες του, για τις απαιτήσεις του. Νυστάζεις. Είναι κι αυτές οι πιζάμες… Ντύνεσαι μόνο για να πας να πάρεις γάλα και ψωμί. «Εργασιομανή!», σε λένε και γελάς, καμαρώνοντας κρυφά. Είσαι το όνειρο κάθε εργοδότη. Είσαι ο καλύτερος. Είσαι αυτός που θαυμάζουν όλοι για τις γνώσεις και την ικανότητά του να ανταπεξέρχεται σε απαιτητικές συνθήκες. Κάνεις όλα αυτά, που μπορεί να μην προσέξει κανείς άλλος, εκτός από σένα, από την ίδια σου την ανάγκη να επιβεβαιώνεσαι. Προσέχεις την κάθε λεπτομέρεια, είσαι και τελειομανής, να σε πάρει η ευχή. «»Ποιος θα το προσέξει;», σε ρωτούν. «Εγώ», απαντάς. «Και γιατί το κάνεις τόσο δύσκολο;», σε ξαναρωτούν. «Γιατί εγώ δεν κάνω παραχωρήσεις στην ποιότητα», απαντάς. Είσαι και ο πρώτος. Είσαι ο ίδιος που αμφισβητεί τον εαυτό του και συνεχώς του θέτει νέες προκλήσεις. Είσαι ο καλύτερος ανταγωνιστής του εαυτού σου.
Κοιμάσαι το μεσημέρι. Κάτι είναι κι αυτό… Το βράδυ σε βρίσκει να δουλεύεις πάνω σε αυτό για το οποίο ξημερώθηκες χτες ή σε κάτι άλλο, που ονόμασες σημαντικό. Βρίζεις, κάτι δεν πάει όπως θες. Τα μάτια σου είναι κόκκινα. Δεν έχεις πιει νερό από το απόγευμα. «Φάε κανένα φρούτο», λες κι ακούς τη μάνα σου. Αρνείσαι να το κάνεις, μόνο και μόνο γι’ αυτό, νομίζεις. «Έχει ζεστό νερό, αν θες». Δεν θες, δεν προλαβαίνεις. «Αργότερα». Ίσον, ούτε σήμερα. Το τοστ ξημερώνεται στο πιάτο μαζί σου, μαραζωμένο όπως εσύ, θλιβερό απομεινάρι της νυχτερινής δροσιάς .
Έχεις να κάνεις διακοπές εδώ και κάτι χρόνια. Όλο κάτι δικαιολογίες προβάλεις. Σημαντικές, συχνά. «Χρειάζομαι τα λεφτά». Κι αν κάνεις διακοπές, ο νους σου τρέχει εκεί από όπου έφυγες. Κουβαλάς και τον υπολογιστή σου μαζί, τα στικάκια σου, τους δίσκους σου, τα καλώδια. Για να δουλέψεις. Το γουστάρεις αυτό που κάνεις, σε θαυμάζω. Μα αυτό δεν είναι δικαιολογία. Να σου πω τη γνώμη μου; Έχεις ξεχάσει πώς κάνουν διακοπές. Χρειάζεται να επανεκπαιδευτείς στη θερινή ραστώνη. «Είσαι άρρωστος». Γελάς. Και το αρνείσαι. Όπως όλοι οι εθισμένοι. «Είσαι άρρωστος». Θυμώνεις. Αν είχες τον χώρο και την επιλογή, θα δούλευες κρυφά, μακριά από βλέμματα και σχόλια. Όπως όλοι οι εθισμένοι. Σε βλέπω εδώ και καιρό. Το νου σου.